- εδαφιαίος
- αία, ον доходящий до земли;
εδαφιαία υπόκλισις — или εδαφιαίος χαιρετισμός — низкий поклон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εδαφιαία υπόκλισις — или εδαφιαίος χαιρετισμός — низкий поклон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.